Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη

2014-01-10 13:33

Ελύτης  Οδυσσέας 

youtu.be/JkswPMu_4XM

Λίγα λόγια για τον ποιητή [Γιώργος Ψ. & Αναστασία Κ.]

Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι ένας ποιητής που ανήκει στη λεγόμενη νέα ποίηση. Γεννήθηκε το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, η καταγωγή του όμως ήταν από τη Λέσβο. Πέθανε το 1996 και ο θάνατος του συνέτριψε το πανελλήνιο.

 Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλολογία στη Σορβόννη. Εμφανίστηκε λογοτεχνία μας το 1935 από το περιοδικό Νέα Γράμματα.

Ήταν ο έκτος γιος  της Μαρίας και του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη, γνωστού σαπουνοβιομήχανου από τη Μυτιλήνη.  Στην Αθήνα, η οικογένειά του εγκαθίσταται, όταν ο Οδυσσέας είναι 3 χρονών.

Ο Ελύτης μπήκε στην ποίηση  με μια δέσμη από αισιόδοξο και θεοποίησε τη φύση και τον ήλιο. Παντού σχεδόν κυριαρχεί  ο ήλιος του Ελύτη, που δεν είναι μόνο φως, είναι ο ήλιος τον δημοτικών τραγουδιών που κλαίει και γελάει , μιλάει, εξομολογείται και αφηγείται.

το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου "για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα", σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης. 

Κάποιες από τις ποιητικές συλλογές αλλά και μεμονωμένα ποιήματά του είναι:

Οί κλεψύδρες του αγνώστου , Ήλιος ο Πρώτος, Μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, Ποίημα Ωδή στον Πικασσό, Το Άξιον Εστί, Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, Ποίημα Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα, Ποιήματα Ψαλμός και Ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα, Δώδεκα Νήσων Άγγελος και Της Σελήνης της Μυτιλήνης, Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Ποίημα Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τυπωμένος στο εξωτερικό, σε 111 αριθμημένα αντίτυπα, Το Μονόγραμμα, Τα Ρω του Έρωτα, και πολλά άλλα…

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας  [Μαρία Τρ.]

Όμορφη και παράξενη πατρίδα.

Ωσάν αυτή που μου’ λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά.

Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά.

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται .

 Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται.

Κάνει να πάρει πέτρα  τηνε  παρατά.

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα.

Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς.

Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους.

Πέντε μεγάλους  βγάνει πάνω τους βαρεί.

Να λείψουν απ’ τη μέση τους δοξολογεί.

 

 Το τρελοβάπορο [ Παναγιώτης Κ. ]

                                                    

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά

Κι αρχίζει τις μανούβρες << βίρα-μάινα >>

 

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές,

Φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ` τις δυο μεριές.

 

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ` όνειρο

κι έχει λοστρόμο αθώο, ναύτη πονηρό.

 

Από τα βάθη φτάνει στους παλιούς καιρούς,

Βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς.

 

Έλα Χριστέ και Κύριε, λέω και απορώ,

τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο,

 

Χρόνους μας ταξιδεύει, δε βουλιάξαμε,

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε.

 

Κατακλυσμούς ποτέ δεν λογαριάσαμε,

Μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε.

 

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα

Παντοτινό τον Ήλιο το Ηλιάτορα.      

          

Του μικρού βοριά [Χριστίνα Σχ.]

Του μικρού βοριά παράγγειλα, να’ναι  καλό παιδάκι

Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι

Γιατί στο σπίτι π’ αγρυπνώ η αγάπη μου πεθαίνει

Και μες τα μάτια την κοιτώ πού μόλις ανασαίνει 

 

Γεια σας περβόλια , γεια σας ρεματιές.

Γεια  σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές.

Γεια σας οι κάβοι και οι ξανθοί γιαλοί.

Γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.  

 

Με πνίγει το παράπονο, γιατί στον κόσμο αυτόνα

Τα καλοκαίρια τα’ χασα

Κι έπεσα στον χειμώνα

Σαν το καράβι π’ άνοιξε

Τ’ άρμενα κι αλαργεύει

Βλέπω να χάνονται οι στεριές

Κι ο κόσμος λιγοστεύει